- ζούμπερο
- το1. έντομο, ζωύφιο2. μτφ. α) καχεκτικός και άσχημος άνθρωποςβ) στοιχειό, αερικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zonbrŭ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζούμπερα — τα [ζούμπερο] οι λειχήνες … Dictionary of Greek
ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… … Dictionary of Greek
χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… … Dictionary of Greek